- ακόμπαστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν καυχιέται, μετριόφρονας: Ήταν άνθρωπος πολύ ικανός και ακόμπαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκόμπαστος — unboastful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόμπαστος — η, ο (Α ἀκόμπαστος, ον) [κομπάζω] αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων … Dictionary of Greek
ἀκόμπαστον — ἀκόμπαστος unboastful masc/fem acc sg ἀκόμπαστος unboastful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκομπάστου — ἀκόμπαστος unboastful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόμπαστα — ἀκόμπαστος unboastful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκομπος — (I) ἄκομπος, ον (Α) [κόμπος Ι] ο ακόμπαστος*. (II) η, ο [κόμπος ΙΙ] αυτός που δεν έχει κόμπους … Dictionary of Greek
ԱՆՊԱՐԾ — ( ) NBH 1 0229 Chronological Sequence: Early classical, 11c ԱՆՊԱՐԾ եւ ԱՆՊԱՐԾԵԼԻ. ἁκόμπαστος alienus a jactantia et ostentatione Հեռի ʼի պարծելոյ. ոչ պարծօղ. անսեթեւեթ. խոնարհ. չպարծենցօղ. *Անպարծ զարդ: Վասն անպարծելի զիրսն համարելոյ: Տե՛ս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՊԱՐԾԵԼԻ — ( ) NBH 1 0229 Chronological Sequence: Early classical, 11c ԱՆՊԱՐԾ եւ ԱՆՊԱՐԾԵԼԻ. ἁκόμπαστος alienus a jactantia et ostentatione Հեռի ʼի պարծելոյ. ոչ պարծօղ. անսեթեւեթ. խոնարհ. չպարծենցօղ. *Անպարծ զարդ: Վասն անպարծելի զիրսն համարելոյ: Տե՛ս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)